- αποκαπνίζω
- μετ.1) докуривать (сигарету и т. п.); прекращать курение; 2) окуривать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου … Dictionary of Greek